ψαραγκάθι

ψαραγκάθι
ψαράγκαθο τό
1) см. ψαραγάνα; 2) скелет рыбы; 3) ёлочка (стежок в вышивании)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ψαραγκάθι" в других словарях:

  • ψαραγκάθι — ψαραγκάθι, το και ψαράγκαθο, το ψαροκόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαραγκάθι — και ψαράγκαθο, το, Ν το ψαροκόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγκάθι] …   Dictionary of Greek

  • ψαράγκαθο — το, Ν βλ. ψαραγκάθι …   Dictionary of Greek

  • ψαροκόκαλο — το, Ν 1. αγκάθι ψαριού, ψαραγκάθι 2. (γενικά) ραχοκοκαλιά ψαριού 3. μτφ. είδος βελονιάς ή είδος ύφανσης που μοιάζει με σκελετό ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόκκαλο] …   Dictionary of Greek

  • ψαροκόκαλο — το 1. η ραχοκοκαλιά του ψαριού, ψαραγκάθι. 2. είδος βελονιάς που μοιάζει με το σκελετό ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»